- συνέρραψα
- συρράπτωsewaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συρράπτω — συρράπτω, συνέρραψα, (να συρράψω) βλ. πίν. 11 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής